κίραφος

From LSJ
Revision as of 00:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίραφος Medium diacritics: κίραφος Low diacritics: κίραφος Capitals: ΚΙΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kíraphos Transliteration B: kiraphos Transliteration C: kirafos Beta Code: ki/rafos

English (LSJ)

ὁ, and Lacon. κίρα, ἡ, fox, Hsch. κίρβα, = πήρα, Id.; cf. κίββα. κιρία, v. κειρία. κίρις, v. κιρρίς.

Greek (Liddell-Scott)

κίραφος: ὁ, καὶ Λακων. κίρα, ἡ ἀλώπηξ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
renard, animal.
Étymologie: DELG pê de κιρρός ; ou déformation de κίδαφος.
Syn. ἀλώπηξ, βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κερδώ, σκίνδαφος.

Greek Monolingual

κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η αλεπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση του κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται προφανώς στο χρώμα του ζώου].