καινουργισμός

From LSJ
Revision as of 00:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργισμός Medium diacritics: καινουργισμός Low diacritics: καινουργισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainourgismós Transliteration B: kainourgismos Transliteration C: kainourgismos Beta Code: kainourgismo/s

English (LSJ)

ὁ, = καινουργία, Suid. (v.l. -ησμός).

German (Pape)

[Seite 1295] ὁ, = καινούργησις, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργισμός: «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις» Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινουργισμός, ὁ (Α) καινουργίζω
1. η καινουργία
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις».