κατακρήμναμαι
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Pass., = κατακρέμαμαι, Hp.Morb.2.10, Ar.Nu. 377: impf. κατεκρημνῶντο (from κατακρεμ-κρημνάομαι) h.Bacch.39, prob. in Dsc.4.46, J.AJ3.7.5.
German (Pape)
[Seite 1356] herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρήμνᾰμαι: μέσ.,= κατακρέμαμαι, Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.
French (Bailly abrégé)
être suspendu, bringuebaler.
Étymologie: κατά, κρήμναμαι.
Greek Monolingual
κατακρήμναμαι (Α)
κατακρέμαμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρήμναμαι «κρέμομαι»].
Greek Monotonic
κατακρήμνᾰμαι: Παθ., κατακρέμαμαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατακρήμνᾰμαι: (только praes.) свисать, нависать (νεφέλαι κατακρημνάμεναι Arph.).
Middle Liddell
Πασς., = κατακρέμαμαι, Ar.]