καταγιγαρτίζω

From LSJ
Revision as of 01:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγῐγαρτίζω Medium diacritics: καταγιγαρτίζω Low diacritics: καταγιγαρτίζω Capitals: ΚΑΤΑΓΙΓΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: katagigartízō Transliteration B: katagigartizō Transliteration C: katagigartizo Beta Code: katagigarti/zw

English (LSJ)

take out the kernel: metaph., deflower, Ar.Ach. 275 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1342] eigtl. auskernen, s. γίγαρτον, in obscöner Bdtg Ar. Ach. 263, stuprare.

Greek (Liddell-Scott)

καταγῐγαρτίζω: ἐξάγω τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.

Greek Monolingual

καταγιγαρτίζω (Α)
(με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι του σταφυλιού»), πρβλ. εκ-γιγαρτίζω].

Russian (Dvoretsky)

καταγιγαρτίζω: досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγιγαρτίζω [κατά, γίγαρτον] ontmaagden.