καυκαλίας
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ὁ, kind of bird, Hsch.; cf. καυκιάλης.
German (Pape)
[Seite 1407] ὁ, ein Vogel, Hesych. καυκιάλης.
Greek (Liddell-Scott)
καυκᾰλίας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
καυκαλίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka-, kokila- και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα kau- «ουρλιάζω» ή kawā- «θορυβώδες, φωνακλάδικο πουλί»].