κολοβοδιέξοδος

From LSJ
Revision as of 02:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβοδιέξοδος Medium diacritics: κολοβοδιέξοδος Low diacritics: κολοβοδιέξοδος Capitals: ΚΟΛΟΒΟΔΙΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: kolobodiéxodos Transliteration B: kolobodiexodos Transliteration C: kolovodieksodos Beta Code: kolobodie/codos

English (LSJ)

ον, having a curtailed passage, of stars whose rising and setting is invisible owing to sunrise and sunset, Ptol.Phas. p.8 H., al.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοδιέξοδος: -ον, ἔχων κολοβήν, περικεκομμένην διέξοδον, διάβασιν, ἐπί τινων ἀστέρων, Πτολεμ.

Greek Monolingual

κολοβοδιέξοδος, -ον (Α)
(για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω της ανατολής και της δύσης του Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῦσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν κολοβοδιεξόδων», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + διέξοδος.