κώταλις
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
ἡ, ladle, stirrer, gloss on λάκτιν, EM555.18 (σκυτάλην codd.), Suid., Eust.1675.56.
German (Pape)
[Seite 1547] ἡ, = λάκτις, VLL., Stoßkeule, mit κόπτω zusammenhangend.
Greek (Liddell-Scott)
κώτᾰλις: ἡ, ὕπερον, «γουδοχέρι», Σουΐδ. Εὐστ. 1675· 57· ὡσαύτως = κώπη, σκυτάλη, Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ κόπτω).