λεπράς

From LSJ
Revision as of 03:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπράς Medium diacritics: λεπράς Low diacritics: λεπράς Capitals: ΛΕΠΡΑΣ
Transliteration A: leprás Transliteration B: lepras Transliteration C: lepras Beta Code: lepra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, poet. fem. of λεπρός, rough, λεπρὰς πέτρα Theoc.1.40, cf. Opp.H.1.129.

German (Pape)

[Seite 30] άδος, ἡ, poet. fem. zu λεπρός, πέτρα, Theocr. 1, 40, ein rauher Fels; auch subst., χθαμαλαὶ ψαμαθώδεις λεπράδες, Hügel, Opp. Hal. 1, 129.

Greek (Liddell-Scott)

λεπράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ λεπρός, τραχύς, λεπρὰς πέτρα Θεόκρ. 1. 40· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. λέπρα, ἡ, πέτρα ἀπόκρημνος, βράχος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 129.

Greek Monolingual

λεπράς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. λεπρός.

Greek Monotonic

λεπράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του λεπρός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λεπράς: άδος (ᾰδ) adj. f шероховатая, бугристая (πέτρα Theocr.).

Middle Liddell

λεπράς, άδος, poet. fem. of λεπρός, Theocr.]