Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: λῐνοπῡρος | Medium diacritics: λινόπυρος | Low diacritics: λινόπυρος | Capitals: ΛΙΝΟΠΥΡΟΣ |
Transliteration A: linópyros | Transliteration B: linopyros | Transliteration C: linopyros | Beta Code: linopuros |
ὁ, flax mixed with wheat, PLille 31.13 (iii B. C.) Rev. Suppl. deletes this entry.
λινόπυρος, ὁ (Α)
λίνο ανάμικτο με σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος].