ματᾴζω

From LSJ
Revision as of 03:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτᾴζω Medium diacritics: ματᾴζω Low diacritics: ματάζω Capitals: ΜΑΤΑΖΩ
Transliteration A: matā́izō Transliteration B: matazō Transliteration C: matazo Beta Code: mata/|zw

English (LSJ)

= ματάω, speak or work folly, S.OT891 (lyr.); σπλάγχνα δ' οὔ τι ματᾴζει my heart is not deceived, A.Ag.995 (lyr.).—On the form cf. Hdn.Gr.2.929, EM737.21:—ματαΐζω, J.BJ6.2.10, Suid. (ματᾴζω is prob. contr. fr. *ματαιΐζω.)

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτᾴζω: ματάω, ὁμιλῶ ἢ πράττω ἀνοησίας, ματαιοφρονῶ, Σοφ. Ο. Τ. 891· σπλάγχνα δ’ οὐ ματᾴζει, ἡ καρδία μου δὲν ἀπατᾶται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 995. ― Περὶ τοῦ ὑπογραφομένου ι (πρβλ. σφαδᾴζω), ἴδε Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 23, Ἐτυμολ. Μέγ. 737. 22, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 71· τὸ ἀσυναίρ. ματαΐζω ἀπαντᾷ ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 6. 2, 10 καὶ Σουΐδ., πρβλ. ματαϊσμός. Ἕτερος τύπος ματαιάζω εὕρηται ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 67, Λουκ. περὶ Πένθ. 16, Φίλων, κτλ.

French (Bailly abrégé)

parler ou agir vainement ou sottement.
Étymologie: contr. de ματαΐζω.

Greek Monolingual

ματάζω και ματαΐζω (Α) μάτη
λέω ή κάνω ανοησίες.

Greek Monotonic

μᾰτᾴζω: (μάταιος), μιλώ ή εργάζομαι ανόητα, σε Σοφ.· σπλάγχνα δ' οὐ ματᾴζει, η καρδιά μου δεν ξεγελιέται, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰτᾴζω: поступать безрассудно Soph.: σπλάγχνα δ᾽ οὐ ματᾴζει Aesch. сердце не обманывается.

Middle Liddell

μάταιος
to speak or work folly, Soph.; σπλάγχνα δ' οὐ ματᾴζει my heart is not deceived, Aesch.