μεγαλοκευθής

From LSJ
Revision as of 03:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκευθής Medium diacritics: μεγαλοκευθής Low diacritics: μεγαλοκευθής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: megalokeuthḗs Transliteration B: megalokeuthēs Transliteration C: megalokefthis Beta Code: megalokeuqh/s

English (LSJ)

ές, concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.

German (Pape)

[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.

English (Slater)

μεγᾰλοκευθής
   1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)

Greek Monolingual

μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).

Middle Liddell

μεγᾰλοκευθής, ές
concealing much: capacious, Pind.