μελίρροος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, contr. μελίρρους, ουν, flowing with honey, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων μέλι, Γλωσ.
Greek Monolingual
μελίρροος, -οον και -ους, -ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμόρροος, βαθύρροος].