μελανουργός
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
atramentarius, Gloss.
Greek Monolingual
μελανουργός, ὁ (Α)
ο παρασκευαστής μελάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόν «μαύρη βαφική ουσία», ουδ. του επιθ. μελανός + -ουργός].