μεροποσπόρος
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ον, begetting men, ὥρη Man.4.577.
German (Pape)
[Seite 135] ὥρη, Menschen säend, erzeugend, Maneth. 4, 577.
Greek (Liddell-Scott)
μεροποσπόρος: -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.
Greek Monolingual
μεροποσπόρος, -ον (Α)
αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + -οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδοσπόρος, πυρισπόρος)].