μεταλλίζομαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
to be condemned to hard labour in mines, Cod.Just.11.41.7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλίζομαι: Παθητ., καταδικάζομαι νὰ ἐργάζωμαι ἐν τοῖς μεταλλείοις, Βασιλικ. 6. 1, 25.