μουσόληπτος

From LSJ
Revision as of 04:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσόληπτος Medium diacritics: μουσόληπτος Low diacritics: μουσόληπτος Capitals: ΜΟΥΣΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: mousólēptos Transliteration B: mousolēptos Transliteration C: mousoliptos Beta Code: mouso/lhptos

English (LSJ)

ον, Muse-inspired, Phld.Mus.p.86 K., Plu.Marc.17,2.452b.

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.

Greek (Liddell-Scott)

μουσόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, Πλουτ. Μάρκελλ. 17., 2. 452Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé, inspiré par les Muses.
Étymologie: μοῦσα, ληπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μουσόληπτος, -ον)
αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες
νεοελλ.
πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό-ληπτος, φρενό-ληπτος].

Greek Monotonic

μουσόληπτος: -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μουσόληπτος: вдохновленный музами Plut.

Middle Liddell

μουσό-ληπτος, ον
Muse-inspired, Plut.