ναυπηγία
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, shipbuilding, Hdt.1.27; ν. ἁρμόζειν to practise shipbuilding, E. Cyc.460; ναυπηγίαν τριηρῶν παρασκευάζεσθαι Th.4.108, cf. D.S.19.58.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, Schiffsbau; ναυπηγίαν ἁρμόζων, Eur. Cycl. 459; Her. 1, 27; ναυπηγίαν τριήρων παρεσκευάζετο, Thuc. 4, 108; νεῶν, 8, 3, öfter; Plat. Prot. 319 b Legg. VII, 803 a; Folgde, wie Pol. 1, 20, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ναυπηγία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ναυπηγεῖν, Ἡρόδ. 1. 27· ν. ἁρμόζειν, ναυπηγικὴν ἐργασίαν τελεῖν, Εὐρ. Κύκλ. 459· ναυπηγίαν τριήρων παρασκευάζεσθαι Θουκ. 4. 108· ― ναυπήγησις, -εως, ἡ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
construction de navires ou armement d'une flotte.
Étymologie: ναυπηγός.
Greek Monolingual
η (Α ναυπηγία και ιων. τ. ναυπηγίη) ναυπηγός
ναυπήγηση, κατασκευή πλοίων
νεοελλ.
1. ναυπηγική τέχνη
2. (ειδικά) η επιστήμη του ναυπηγού, ο κλάδος που πραγματεύεται θέματα σχετικά με τη ναυπήγηση.
Greek Monotonic
ναυπηγία: ἡ, Ιων. -ίη, κατασκευή πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ναυπηγία: ион. ναυπηγίη ἡ (тж. ν. τριήρων и νεῶν Thuc.) кораблестроение, постройка кораблей: ναυπηγίαν ἁρμόζειν Eur. заниматься постройкой судна.