νεμητής

From LSJ
Revision as of 05:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμητής Medium diacritics: νεμητής Low diacritics: νεμητής Capitals: ΝΕΜΗΤΗΣ
Transliteration A: nemētḗs Transliteration B: nemētēs Transliteration C: nemitis Beta Code: nemhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Poll.8.136.

German (Pape)

[Seite 239] ὁ, richtige Lesart für νεμέτης, Lob. parall. 447.

Greek (Liddell-Scott)

νεμητής: -οῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Πολυδ. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447.

Greek Monolingual

νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α)
1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση)].