νημέρτεια

From LSJ
Revision as of 05:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημέρτεια Medium diacritics: νημέρτεια Low diacritics: νημέρτεια Capitals: ΝΗΜΕΡΤΕΙΑ
Transliteration A: nēmérteia Transliteration B: nēmerteia Transliteration C: nimerteia Beta Code: nhme/rteia

English (LSJ)

ἡ, truth; Dor. νᾱμέρτεια, used by S.Tr.173 in trim.

Greek (Liddell-Scott)

νημέρτεια: ἡ, βεβαιότης, ἀλήθεια, Δωρ. νᾱμέρτεια, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 173 ἐν τριμέτρῳ, πρβλ. νημερτής.

Greek Monolingual

νημέρτεια και δωρ. τ. ναμέρτεια, ἡ (Α) νημερτής
αλήθεια, βεβαιότητα, επαλήθευση.

Greek Monotonic

νημέρτεια: ἡ, βεβαιότητα, αλήθεια· Δωρ. νᾱμέρτεια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νημέρτεια: дор. νᾱμέρτεια ἡ безошибочность, непреложность, истинность Soph.

Middle Liddell

νημέρτεια, ἡ, νημερτής
certainty, truth, doric νᾱμέρτεια, Soph.