νυμφοκόμος

Revision as of 05:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (κομέω) dressing a bride, ἡ ν. bridesmaid, Hsch.: generally, bridal, γάμος E. IA1087 (lyr.); θάλαμοι IG12(8).600 (Thasos); στολίδες Sammelb. 6178.3; πάλη Nonn.D.48.183.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφοκόμος: -ον, (κομέω) ὁ ἐνδύων ἢ κοσμῶν νύμφην, «ἡ νυμφεύτρια ἡ κοσμοῦσα τὴν νύμφην» Ἡσύχ.· - καθόλου, νυμφικός, γάμος· Εὐρ. Ι. Λ. 1087· μάχη Νόνν. Δ. 48. 183.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pare la jeune épouse.
Étymologie: νύμφη, κομέω.

Greek Monolingual

νυμφοκόμος, -ον (Α)
1. αυτός που στολίζει τη νύφη
2. νυφικός («νυμφοκόμοις θαλάμοις», επιγρ.)
3. το θηλ. ως ουσ.νυμφοκόμος
η παράνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι»), πρβλ. νοσοκόμος.

Greek Monotonic

νυμφοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που ντύνει ή στολίζει τη νύφη· γενικά, νυφικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυμφοκόμος: наряжающий невесту Eur.

Middle Liddell

νυμφο-κόμος, ον, κομέω
dressing a bride:—generally, bridal, Eur.