ἐνδιαιτάομαι

From LSJ
Revision as of 06:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῐαιτάομαι Medium diacritics: ἐνδιαιτάομαι Low diacritics: ενδιαιτάομαι Capitals: ΕΝΔΙΑΙΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: endiaitáomai Transliteration B: endiaitaomai Transliteration C: endiaitaomai Beta Code: e)ndiaita/omai

English (LSJ)

Ion. ἐνδῐαιτ-έομαι, live or dwell in a place, ἐν τῷ ἱρῷ Hdt. 8.41; μνήμη παρ' ἑκάστῳ ἐ. Th.2.43; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι X.Mem. 3.8.8, cf. Crates Theb.15; ἐπίνοια ἐ. ἡμῖν Plu.2.608e; ἡδονὴ ἐ. τῇ γνώμῃ Lib.Or.64.116.

German (Pape)

[Seite 833] ion. -τέομαι, darin sich aufhalten, wohnen; ἐν τῷ ἱρῷ Her. 8, 41; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι Xen. Mem. 3, 8, 8; übtr., ἡ ἐπί. νοια ἐν ἡμῖν ἐνδιαιτᾶται Plut. cons. ux. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαιτάομαι: Ἰων. -έομαι, ἀποθ.· ― κατοικῶ, διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐν τῷ ἱρῷ Ἡρόδ. 8. 41· παρά τινι Θουκ. 2. 43· οἰκία ἠδίστη ἐνδιαιτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 8· ἡ διάνοια ἐνδ. ἡμῖν Πλούτ. 2. 608Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
vivre ou habiter dans.
Étymologie: ἐν, διαιτάομαι.

Spanish (DGE)

1 vivir, habitar c. suj. de pers. o anim. ὄφιν μέγαν ... ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.8.41, ὅπως (οἰκία) ἡδίστη τε ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ χρησιμωτάτη ἔσται X.Mem.3.8.8, cf. Crates Theb.SHell.364.3, I.AI 3.300, ὡς ἐν οἰκητηρίοις Posidon.62a, ὄρνις ... ἀεὶ τῇ θαλάττῃ ἐνδιατωμένη Aesop.25.3
fig. c. suj. de abstr. habitar, permanecer ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ ... ἐνδιαιτᾶται Th.2.43, τὴν ἐπίνοιαν αὐτῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ συμβιοῦν ἡμῖν Plu.2.608e, cf. Lib.Or.64.116, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐρῶντος ἐνδιαιτᾶσθαι τῇ τοῦ ἐρωμένου Plu.2.759c, τῷ θεῷ ... ἐνδιαιτᾶσθαι δεῖ τὸ ἅγιον πνεῦμα Dion.Rom. en Ath.Al.Decr.26, cf. Cyr.Al.Mt.163.18, Synes.Regn.29, ἐν ᾧ (κόσμῳ) ψυχὴ ἐνδιαιτᾶται Plot.4.8.2.
2 permanecer, residir temporalmente τῇ Ῥώμῃ I.AI 17.84, καθ' ἃς (ἡμέρας) ἐνδιαιτᾶσθαι τῷ ναῷ τοῖς μὴ ἱερωμένοις ἀπηγόρευτο Hld.8.3.5.

Greek Monotonic

ἐνδῐαιτάομαι: Ιων. -έομαι, αποθ., κατοικώ ή διαμένω σε κάποιον τόπο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαιτάομαι: ион. ἐνδιαιτέομαι (где-л.) жить, обитать (ἐν τῷ ἱρῷ Her.; παρά τινι Thuc.; перен. τῇ ψυχῇ τινος Plut.): χρησιμωτάτη ἐ. οἰκία Xen. наиболее удобный для жилья дом.

Middle Liddell

ionic -έομαι
Dep. to live or dwell in a place, Hdt., Thuc., etc.