ἐξαλύσκω

From LSJ
Revision as of 06:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλύσκω Medium diacritics: ἐξαλύσκω Low diacritics: εξαλύσκω Capitals: ΕΞΑΛΥΣΚΩ
Transliteration A: exalýskō Transliteration B: exalyskō Transliteration C: eksalysko Beta Code: e)calu/skw

English (LSJ)

aor. ἐξήλυξα, flee from, c. acc., E.El.219, Hipp.673 (lyr.): abs., escape, A.Eu.111, E.Hec.1194: c. gen., Opp.H.3.104; cf. ἐξαλεύομαι.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἀλύσκω), = ἐξαλέομαι; Aesch. Eum. 111; πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; Eur. Hipp. 673, vgl. El. 219; ἐξήλυξε μόροιο Opp. Hal. 3, 104.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλύσκω: μέλλ. -ύξω: ἀόρ. ἐξήλυξα: ― ὡς τὸ ἐξαλέομαι, φεύγω ἀπό τινος, Εὐρ. Ἠλ. 219, Ἱππ. 673· ἀπολ., διαφεύγω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 111, Εὐρ. Ἑκ. 1194: ― μετὰ γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 104. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι· Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». ― Πρβλ. ἐξαλεύομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαλύξω, ao. ἐξήλυξα;
échapper à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλύσκω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰλύσκω)
escapar, librarse de alguna fatalidad o desgracia, c. ac. ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλύξωμαι θεᾶς S.Ai.656 (cj. en ed., pero ἐξαλεύσωμαι cód.), φῶτας κακούργους E.El.219, πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; E.Hipp.673, βακχῶν σπαραγμόν E.Ba.734, μοῦνον φλέγουσαν ἐξαλύξαντα σποδόν Lyc.179, tard. c. gen. ἐξήλυξε μόροιο de un pez, Opp.H.3.104
abs. escapar al destino, librarse de una suerte fatal ὃ δ' ἐξαλύξας οἴχεται él habiéndose escapado se ha ido A.Eu.111, οὔτις ἐξήλυξέ πω E.Hec.1194, cf. Sch.Nic.Th.121e.

Greek Monolingual

ἐξαλύσκω (Α) αλύσκω
φεύγω, ξεφεύγω για να προφυλαχθώ.

Greek Monotonic

ἐξᾰλύσκω: μέλ. -ύξω, αόρ. αʹ ἐξήλυξα· όπως το ἐξαλέομαι, φεύγω από, με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., διαφεύγω, δραπετεύω, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλύσκω: (fut. ἐξαλύξω, aor. ἐξήλυξα)
1) убегать (φῶτας κακούργους ποδί Eur.): ἐξαλύξας οἴχεται Aesch. он спасается бегством;
2) избегать, спасаться (τύχας Eur.).

Middle Liddell

fut. ύξω aor1 ἐξήλυξα like ἐξαλέομαι
to flee from, c. acc., Eur.; absol. to escape, Aesch., Eur.