ἔπαθλον
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
τό, prize of a contest, mostly in plural, E.Ph.52, etc.; τὰ ἔπαθλα τοῦ πολέμου Plu.Flam.15; rewards, ἀρετῆς D.S.28.4, cf. OGI455.3 (Aphrodisias, M.Antonius), Hdn.1.17.11; οὐδ' ἐπὶ σαφέσι τοῖς ἐπάθλοις not even if the advantages (of taking an emetic) were obvious, Archig. ap.Orib.8.23.2: also in sg., δοὺς ἑκάστῳ τὸ ὑπὲρ τῆς φιλοπονίας ἔπαθλον Inscr.Prien.113.31 (i B. C.); προτιθεμένου ἐ. τῷ λύσαντι γαμεῖν τὴν Ἰοκάστην D.S.4.64; ἔ. πόνων Plu.Cor.23.
German (Pape)
[Seite 894] τό, Kampfpreis, Eur. Phoen. 52; τοῦ πολἐμου u. ä., Plut. Flamin. 12; Hdn. 1, 17, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαθλον: τό, ἆθλον, βραβεῖον ἀγῶνος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ πληθ., καὶ σκῆπτρ’ ἔπαθλα τῆσδε λαμβάνει χθονὸς Εὐρ. Φοίν. 52, κτλ.· τὰ ἔπ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Φλαμ. 15· ἀμοιβαί, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b. 3, κ. ἀλλ. ― Κατὰ Πολυδ. (Γ΄, 143) «καὶ τὰ μὲν ὀνομαζόμενα ὑπὸ τῶν πολλῶν ἔπαθλα ἆθλα καλοῖτ’ ἄν».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prix de la lutte.
Étymologie: ἐπί, ἆθλον.
Greek Monotonic
ἔπαθλον: τό, βραβείο αγώνα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαθλον: τό досл. награда победителям в состязании, перен. награда (τοῦ πολέμου Plut.): ἔπαθλά τι λαμβάνειν Eur. получить что-л. в награду.