ἀδορυφόρητος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, without body-guard, Arist.Pol.1315b28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδορῠφόρητος: -ον, ὁ ἄνευ δορυφόρων, σωματοφυλάκων, Ἀριστ. Πολ. 5. 12, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans gardes du corps.
Étymologie: ἀ, δορυφορέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no lleva o tiene guardia de corps Κύψελος ... διετέλεσεν ἀ. Arist.Pol.1315b28, cf. Plu.2.208b
•fig. ἁ ἀρετά Euryph.86.29.
2 astrol. que no flanquea o está próximo de un planeta, Ptol. en Heph.Astr.2.4.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀδορῠφόρητος: не имеющий личной охраны, без телохранителей (δημαγωγός Arst.; βασιλεύς, μοναρχία Plut.).