ἀμφιελίσσω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
wind round, Arat.996, Orph.Fr.115.
German (Pape)
[Seite 138] umwinden, umwickeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιελίσσω: περιτυλίσσω, Ὀρφ. Ἀποσπ. 44, Ἄρατ. 996· πρβλ. ἀμφελίσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμφελίσσω Pi.N.1.43, E.Andr.425, Aret.CA 2.4.7
1 enlazar, atar c. ac. y dat. ἀμφὶ δ' ὠλένας ἕλισσ' ἐμοῖς νώτοισι E.Tr.762
•v. med. mismo sent. τέκνοισιν ... γνάθους ἀμφελίξασθαι Pi.l.c.
•c. ac. ἀ. εἴριον hacer un ovillo de lana Hp.Mul.2.162.
2 envolver, abarcar c. ac. y dat. instrum. (πόδας) εἰρίοισι ἀμφελίσσειν Aret.l.c., Ὠκεανοῖο, ὃς γαῖαν δίνῃσι πέριξ ἔχει ἀμφιελίξας Orph.Fr.115
•c. ac. ἀμφελίξαντες χέρας atándole las manos E.Andr.425.
3 hacer girar de las constelaciones, Arat.996.
Greek Monolingual
ἀμφιελίσσω (Α)
περιελίσσω, περιτυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα.