ἀνάκλιμα
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
ατος, τό, slope, ascent, τῆς γῆς Apollod.Poliorc.173.11.
German (Pape)
[Seite 192] τό, das Angelehnte, die schräg aufsteigende Ebene, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλῐμα: τό, ἀνωφέρεια, τὸ πρόσαντες, ἄναντες, Λατ. acclivitas, ἐπὶ τὸ ἀνάκλιμα τῆς γῆς Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 32.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἄγκλιμα Poll.1.90
1 cuesta, pendiente τῆς γῆς Apollod.Poliorc.173.11.
2 quizá asiento del timonel ἵνα δὲ κατακλίνεται ὁ κυβερνήτης, ἄγκλιμα καλεῖται Poll.l.c.