ἀμφισβήτητος

From LSJ
Revision as of 10:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβήτητος Medium diacritics: ἀμφισβήτητος Low diacritics: αμφισβήτητος Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ
Transliteration A: amphisbḗtētos Transliteration B: amphisbētētos Transliteration C: amfisvititos Beta Code: a)mfisbh/thtos

English (LSJ)

ον, disputed, debatable, γῆ Th. 6.6.

German (Pape)

[Seite 144] ον, bestritten, γῆ Thuc. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβήτητος: -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contesté, disputé.
Étymologie: adj. verb. de ἀμφισβητέω.

Spanish (DGE)

-ον disputado, en disputa γῆ Th.6.6.

Greek Monolingual

ἀμφισβήτητος, -ον (Α) ἀμφισβητῶ
αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, ο διαφιλονικούμενος.

Greek Monotonic

ἀμφισβήτητος: -ον (ἀμφισβητέω), διαφιλονικούμενος, αμφισβητήσιμος, γῆ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφισβήτητος: оспариваемый, спорный (γῆ Thuc.).

Middle Liddell

ἀμφισβητέω
debatable, γῆ Thuc.