ἀνακυκάω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
stir up and mix, mix up, Θασίαν (sc. ἅλμην) , φάρμακα, Ar.Ach.671, Pl.302, cf. Thphr.CP6.1.5: metaph., τὸν λογισμόν Ph. 1.690.
German (Pape)
[Seite 194] durcheinander mischen, φάρμακα Ar. Pl. 302 u. öfter, wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῠκάω: ἀνακινῶ καὶ ἀναμιγνύω, «ἀνακατώνω», Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 671, Πλ. 302 καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mélanger.
Étymologie: ἀνά, κυκάω.
Spanish (DGE)
revolver, mezclar τὰ φάρμακ' ἀνακυκῶσαν Ar.Pl.302, cf. Thphr.CP 6.1.5, οἱ δὲ Θασίαν (ἅλμην) ἀνακυκῶσι baten la (salmuera) de Tasos Ar.Ach.671, ἔλαιον Hp.Mul.2.162
•fig. ὁ δὲ ἀνακυκήσας ... τὸν ... λογισμόν Ph.1.690.
Greek Monotonic
ἀνακῠκάω: μέλ. -ήσω, ανακινώ και αναμειγνύω, αναδεύω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακῠκάω: смешивать, размешивать (φάρμακα Arph.).
Middle Liddell
to stir up and mix, mix up, Ar.