ἀναγλυκαίνω

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγλῠκαίνω Medium diacritics: ἀναγλυκαίνω Low diacritics: αναγλυκαίνω Capitals: ΑΝΑΓΛΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: anaglykaínō Transliteration B: anaglykainō Transliteration C: anaglykaino Beta Code: a)naglukai/nw

English (LSJ)

sweeten:—Pass., become sweet, Thphr.CP3.22.3.

German (Pape)

[Seite 183] versüßen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγλῠκαίνω: γλυκύνω: παθ., γίνομαι γλυκύς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3.

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι (πάλι) γλυκό, γλυκαίνω, ξαναγλυκαίνω
2. μέσ. γίνομαι (πάλι) γλυκός, γλυκαίνομαι, ξαναγλυκαίνομαι
3. (για ζύμη) γίνομαι νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γλυκαίνω.