ἀντιμάχησις
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
εως, ἡ, conflict, struggle, ἐπ' ἀλλήλοις D.H.8.58.
German (Pape)
[Seite 255] ἡ, das Gegenkämpfen, Dion. Hal. 8, 58 im plur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμάχησις: [ᾰ], εως, ἡ, ἀγών, συμπλοκή, ἐπ’ ἀλλήλοις Διον. Ἁλ. 8. 58: ― ἀντιμᾰχητύς, ύος, ἡ, Ἐρατοσθ. ἐν Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Τ. 233.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
conflicto, lucha ἐπ' ἀλλήλοις D.H.8.58, cf. Clem.Al.Strom.2.20.120, Cat.Cod.Astr.9(2).174.
Greek Monolingual
ἀντιμάχησις, η (AM)
η πολεμική σύγκρουση.