ἀντιπροσεῖπον
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
v. ἀντιπροσαγορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροσεῖπον: ἴδε τὸ ρῆμα ἀντιπροσαγορεύω.
Spanish (DGE)
v. ἀντιπροσαγορεύω.
Greek Monotonic
ἀντιπροσεῖπον: χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἀντιπροσαγορεύω, σε Θεόφρ.· Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-προσερρήθην, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀντιπροσαγορεύω
serving as aor2 to ἀντιπροσαγορεύω, Theophr.: aor1 pass. ἀντιπροσερρήθην, Xen.