ἀπανδρίζομαι
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
stand manfully, πρός τι Callistr.Stat.4.
German (Pape)
[Seite 278] sich männlich zeigen, πρός τι Callistr. stat. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανδρίζομαι: ἀποθ. ὑπομένω, ἀντέχω, ἀνδρικῶς, πρὸς τὸ τῆς ἀκμῆς φλογῶδες εἰωθότων ἀπανδρίζεσθαι Καλλίστρ. Ἐκφρ. 895.
Spanish (DGE)
hacerse hombre Callistr.4.4.