ἄσκημα
English (LSJ)
ατος, τό, exercise, practice, Hp.Off.7, X.Cyr.7.5.79; τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀ. Id.Oec.11.19, cf. PLond.3.1164i21 (iii A.D.); in warfare, branch of the service, arm (e.g. elephants or chariots), Arr. Tact.19.6.
German (Pape)
[Seite 371] τό, 1) Zubereitung, Ausrüstung. – 2) Uebung, Xen. Cyr. 7, 5, 79.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet d'étude.
Étymologie: ἀσκέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. ejercitación, ejercicios prácticos, entrenamiento en el uso de vendajes, Hp.Off.7, en prácticas guerreras τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀσκήματα X.Oec.11.19, cf. Cyr.7.5.79, en la educación παῖδας διὰ τῶν ἀσκημάτων ἀσχόλους Aristox.Fr.39, en retórica ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, en atletismo τὴν ἀθλητικὴν ἰσχὺν οὐ τῶν ἀνθρωπίνων οὖσαν ἀσκημάτων Gal.Adhort.13, cf. Poll.3.154, PLond.1164i.21 (III d.C.)
•tact. usos tácticos ξύμπαντα ταῦτα τὰ ἀσκήματα ἐκλέλειπται Arr.Tact.19.6
•tb. en sg. objeto del ejercicio práctico κρεῖττον εἶναι καὶ τελειότερον ἄσκημα τῆς ἐκλογῆς τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.3.5.
Greek Monolingual
(I)
ἄσκημα, το (Α) ασκώ
1. το γύμνασμα
2. μονάδα στρατού.
(II)
και άσχημα επίρρ.
βλ. άσχημος.
Greek Monotonic
ἄσκημα: -ατος, τό (ἀσκέω), άσκηση, εξάσκηση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκημα: ατος τό упражнение, занятие, дело (τοῖς ἀσκήμασι πλεονεκτεῖν Xen.).