αχρείος

From LSJ
Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀχρεῑος, -α, -ον)
άχρηστος, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος
μσν.- νεοελλ.
αισχρός, φαύλος
μσν.
άσχημος
αρχ.
1. ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι
2. ανίκανος για μάχη, απόλεμος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀχρεῖον
χωρίς λόγο, χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρεία. Η λ. προσέλαβε ηθικές και κοινωνικές αποχρώσεις αντιτιθέμενη στο επίθ. χρηστός. Αρχικά σήμαινε «άχρηστος, ασήμαντος» και αργότερα μετέπεσε στη σημασία «αισχρός, φαύλος» και τη θέση του πήρε το επίθ. άχρηστος].