κτήνος

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)
ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν.
β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῖον», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) υβριστ. άνθρωπος χωρίς κανένα ευγενές κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος, σκληρός, κακοήθης, απάνθρωπος
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ κτήνη, -εα
αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. -κτή-θην παθ. αόρ. του κτῶμαι) + επίθημα -νος (πρβλ. δάνος, τέμενος)].