μνημείο

From LSJ
Revision as of 10:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

το (ΑΜ μνημεῖον, Α δωρ. τ. μναμεῖον και ιων. τ. μνημήϊον)
1. αντικείμενο το οποίο ανακαλεί στη μνήμη πρόσωπο ή πράγμα, αντικείμενο για ενθύμηση, για ανάμνηση («μνημεῑα ὅρκων», Ευρ.)
2. οικοδόμημα το οποίο ανεγείρεται στον τάφο κάποιου προς τιμή και ανάμνησή του («στο ιερό περιβόλι... ξεχωρίζει ορθοστύλωτο ανάμεσα στα μνημεία τών πολέμαρχων», Παλαμ.)
3. τάφος («πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ», ΚΔ)
4. έργο αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό ιδρυμένο προς τιμήν και ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος (α. «το μνημείο του Φιλοπάππου» β. «μνημεῖον μὲν οὖν αὐτοῦ ἐν Μαγνησίᾳ ἐστὶ τῇ Ἀσιανῇ ἐν τῇ ἀγορᾷ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έργο τέχνης ή λόγου το οποίο θεωρείται ως αριστούργημα και ως λαμπρό δείγμα της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε («το μνημείο του Παρθενώνα»)
2. (ειρωνικά) χαρακτηριστικό δείγμα («η αγόρευσή του ήταν μνημείο ασάφειας»)
3. φρ. α) «μνημεία λόγου» — τα συγγράμματα της αρχαιότητας («οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες είναι μνημεία λόγου»)
β) «ιστορικό μνημείο», μεμονωμένο αρχιτεκτονικό μνημείο ή ιστορικό σύνολο που κρίνεται διατηρητέο λόγω της εθνικής, ιστορικής, πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής του αξίας
μσν.
στον πληθ. τὰ μνημεῑα
νεκροταφείο
αρχ.
1. ενθύμηση, ανάμνηση
2. κάλπη η οποία περιέχει την τέφρα νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μνημεῑος/μνημήϊος (< μνῆμα + κατάλ. -ήϊος/εῖος)].