τιτρώσκω

From LSJ
Revision as of 12:45, 7 January 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτρώσκω Medium diacritics: τιτρώσκω Low diacritics: τιτρώσκω Capitals: ΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: titrṓskō Transliteration B: titrōskō Transliteration C: titrosko Beta Code: titrw/skw

English (LSJ)

Hp.VC11 (Act. and Pass.), Pl.Phlb.13c, X.Cyr.5.4.5; Ep. pres. τρώω (v. infr. 3); fut.

   A τρώσω Thgn.1287, Hp.Mul.2.133, E.Cyc.422, (κατα) X.HG2.4.15: aor. ἔτρωσα Il.23.341, Pi.N.10.60, Antipho 3.2.4; Cret. aor. subj. τρωώσῃ, part. τρωωσάντων, Historia 5.219,220 (Gortyn): pf.τέτρωκα Ach.Tat.2.22: plpf. ἐτετρώκει Philostr. Her.2.18:—Pass., fut. τρωθήσομαι Pl.Cri.51b; also in med. form τρώσομαι Il.12.66: aor. ἐτρώθην Hp.VC11, E.Andr.616: 3 fut. τετρώσομαι Luc.Nav.37: pf. Pass. τέτρωμαι Hdt.8.18, Pi.P.3.48, etc.:— wound, Il.23.341, Od.16.293, etc.; χαλκῷ μέλη τετρωμένοι Pi.P.3.48; θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους A.Th.242 (for Ag.868, v. τετραίνω) ; τὸ ἀκόντιον . . ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4; τιτρώσκεται τὸν μηρόν is wounded in the thigh, Hdt.6.5; εἰς τὴν γαστέρα X.An.2.5.33: c. acc. cogn., τρῶσαι φόνον inflict a death-wound, E.Supp.1205; τετρωμένους καιρίους (v.l. -ίας) σφαγάς Id.Ph.1431.    b kill, τετρωμένος slain, LXX Nu.31.19.    2 generally, damage, injure, τινα Hecat.30 J.; τ. πολλὰς [τῶν νεῶν] Th.4.14; αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι Hdt.8.18; τ. ᾠόν break it, Arist.HA562b20.    3 metaph., of wine, do one a mischief, οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Od.21.293; τρώσει νιν οἶνος E.Cyc.422; so of love, ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν Id.Hipp.392; οἱ καλοὶ τ. X.Mem.1.3.13; of a person, τρώσασαν ἡμᾶς having injured us, E.Hipp.703; τὰ παραδείγματα ἡμᾶς οὐδὲν τιτρώσκει Pl.Phlb.13c; διχοστασίη τρώει γένος Call.Dian.133:— Pass., τετρωμένος τὴν ψυχήν D.S.17.112.    4 = συνουσιάζω, A.Fr. 44; cf. τρώζω.    5 γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην (τρωσκ- cod. θ) in childbirth or miscarriage, Hp.Morb.1.5.