εὐδινός

From LSJ
Revision as of 10:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδῑνός Medium diacritics: εὐδινός Low diacritics: ευδινός Capitals: ΕΥΔΙΝΟΣ
Transliteration A: eudinós Transliteration B: eudinos Transliteration C: evdinos Beta Code: eu)dino/s

English (LSJ)

όν, v. εὐδεινός.

German (Pape)

[Seite 1062] = εὐδιεινός, Orph. H. 21, 5, wo früher εὐδεινός stand; vgl. VLL. u. Lob. path. 190.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδῑνός: όν. = εὐδιεινός, Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ.: «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ ἄνεμος, καὶ εὐδινὸς ὁμοίως».

Greek Monolingual

εὐδινός, -όν (Α)
1. (για καιρό) ο ευδιεινός, ο αίθριος, ο γαλήνιος
2. (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ χώρα εὐδινὴ διὰ τὴν κοιλότητα τῶν πεδίων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του τ. ευδιεινός].