εὐδιανός

From LSJ
Revision as of 10:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιᾱνός Medium diacritics: εὐδιανός Low diacritics: ευδιανός Capitals: ΕΥΔΙΑΝΟΣ
Transliteration A: eudianós Transliteration B: eudianos Transliteration C: evdianos Beta Code: eu)diano/s

English (LSJ)

ή, όν, = εὔδιος, ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν a warm remedy for chill airs, i.e. a warm cloak, Pi.O.9.97, cj. in P.5.10.

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιανός: -ή, -όν, = εὔδιος, θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε, «ἐφάνη δὲ θαυμάσιος καὶ ἡνίκα τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ φάρμακον (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ (ἔνθα ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)· ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10.

English (Slater)

εὐδῐᾱνός
   1 warm ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97)

Greek Monolingual

εὐδιανός, -ή, -όν (Α)
εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» — ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + -ανός (πρβλ. ροδανός, τραγανός)].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιᾱνός: (= εὔδιος) греющий, теплый: ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Pind. теплое средство против холодной погоды, т. е. теплый плащ.