εὐτροφία

From LSJ
Revision as of 10:37, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτροφία Medium diacritics: εὐτροφία Low diacritics: ευτροφία Capitals: ΕΥΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: eutrophía Transliteration B: eutrophia Transliteration C: eftrofia Beta Code: eu)trofi/a

English (LSJ)

ἡ, good nurture, thriving condition, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν, Pl.Prt.351a, 351b,cf. Arist.HA542a28, Thphr.HP5.2.2, Orph. Fr.49 vi 89: pl., Ph.2.1, Antyll. ap. Stob.4.37.16.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτροφία: ἡ, καλὴ τροφή, ἀνθηρὰ κατάστασις, εὐεξία, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν Πλάτ. Πρωτ. 531 Α, κἑξ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 6, κ. ἀλλ.· ἴδε εὐτραφέω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de bien nourrir, bonne nourriture;
2 état d'un être bien nourri, bonne constitution, force.
Étymologie: εὔτροφος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτροφία) εύτροφος
1. σωματική ευεξία, παχυσαρκία
2. καλή τροφή, καλή διατροφή.

Greek Monotonic

εὐτροφία: ἡ, καλή τροφή, καλή ανατροφή, κατάσταση ευημερίας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτροφία:
1) хорошее питание, упитанность (τῶν σωμάτων Plat., Arst.);
2) хорошее воспитание (τῶν ψυχῶν Plat.).

Middle Liddell

εὐ-τροφία, ἡ,
good nurture, thriving condition, Plat.