εὔαρκτος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, (ἄρχω) easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gouverner.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.
Greek Monolingual
εὔαρκτος, -ον (Α)
(για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρκτος (< άρχω), πρβλ. άναρκτος, δύσαρκτος].
Greek Monotonic
εὔαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με ευκολία, πειθήνιος, λέγεται για στόμα αλόγου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὔαρκτος: легко управляемый, послушный (στόμα Aesch.).
Middle Liddell
εὔ-αρκτος, ον ἄρχω
easy to govern, manageable, of a horse's mouth, Aesch.