εὔινος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον, (ἴς) with stout fibres, ξύλον Thphr.HP3.10.1, Ign.72.
German (Pape)
[Seite 1073] starkfaserig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔῑνος: -ον, (ἴς) ἔχων ἰσχυρὰς ἶνας, ξύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
Greek Monolingual
εὔινος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»].