κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
Full diacritics: εὔπῡρος | Medium diacritics: εὔπυρος | Low diacritics: εύπυρος | Capitals: ΕΥΠΥΡΟΣ |
Transliteration A: eúpyros | Transliteration B: eupyros | Transliteration C: eypyros | Beta Code: eu)/puros |
ον, fertile in corn, Poll.9.162.
[Seite 1092] weizenreich, Poll. 9, 162.
εὔπῡρος: -ον, εὔφορος εἰς σῖτον, Πολυδ. Θ΄, 162.
εὔπυρος, -ον (Α)
με άφθονα σιτηρά, σιτοφόρος («εὔπυροι λειμῶνες», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρός «σιτάρι»].