ταχύπτερος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπτερος Medium diacritics: ταχύπτερος Low diacritics: ταχύπτερος Capitals: ΤΑΧΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tachýpteros Transliteration B: tachypteros Transliteration C: tachypteros Beta Code: taxu/pteros

English (LSJ)

ον, swift winged, πνοαί A.Pr.88.

German (Pape)

[Seite 1076] schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας, μεταφ., ὁ ταχύς, ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes rapides.
Étymologie: ταχύς, πτερόν.

Greek Monolingual

-η, -ο /ταχύπτερος,-ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν
αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ-πτερος].

Greek Monotonic

τᾰχύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπτερος: быстрокрылый (πνοαί Aesch.).

Middle Liddell

τᾰχύ-πτερος, ον, πτερόν
swift-winged, Aesch.

English (Woodhouse)

swift-winged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)