οἰσύϊνος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύϊνος Medium diacritics: οἰσύϊνος Low diacritics: οισύϊνος Capitals: ΟΙΣΥΪΝΟΣ
Transliteration A: oisýïnos Transliteration B: oisuinos Transliteration C: oisyinos Beta Code: oi)su/i+nos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256; ἀσπίδες Th.4.9; ὅπλα X.HG2.4.25; ῥάβδος AP6.246; κύρτος Opp.H.3.372.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d'osier.
Étymologie: οἰσύα.

Greek Monolingual

οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].

Greek Monotonic

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οἰσύϊνος: ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; ὅπλα Xen.).

English (Woodhouse)

of osier, of ozier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)