τετρήρης
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
(sc. ναῦς) ἡ, quadrireme, Arist.Fr.600, Plb.1.47.5 (a model of one, Inscr.Délos 1432 Ab ii 55 (ii B.C.)); acc. τετρήρην IG22.1628.49, al.; but -ήρη ib.1629.272, Inscr.Délos l.c., Plb.1.47.7; gen. -ήρου IG22.1629.705; but -ήρους ib.628, al.; also Dor. -ήρευς Supp.Epigr.4.178.10 (Cedreae, ii B.C.):—hence τετρ-ηρικὰ πλοῖα, = τετρήρεις, Plb.2.10.5; and τετρ-ηρῑτικός, IG22.1629.685.
German (Pape)
[Seite 1100] ες, vierruderig, Pol. 1, 47, 5 u. öfter, als subst. ἡ τετρήρης, sc. ναῦς, der Vierruderer, ein Schiff mit vier Reihen von Ruderbänken.
Greek (Liddell-Scott)
τετρήρης: (ἐξυπακ. (ναῦς), ἡ, ἔχουσα τέσσαρας σειρὰς κωπῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 558, Πολύβ. 1. 47, 5· αἰτ. τετρήρην Ἐπιγραφ. Ἀττικ. ἐν τῷ Βöckh’s Seewesen σ. 423, 496· ἀλλὰ -ήρη αὐτόθι 471, Πολύβ. 1. 47, 7· - ἐντεῦθεν τετρηρικὸν πλοῖον = τετρήρης, ὁ αὐτ. 2. 10, 5· καὶ τετρηριτικός, Böckh ὡς ἀνωτ. 487.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
à quatre rangs de rames.
Étymologie: τέτταρες, ἄρω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τετρήρευς, ἡ, Α
πολεμικό πλοίο με τέσσερεις συνεχείς σειρές κουπιών («τούτων ἦσαν τετρήρεις μὲν ἐνενήκοντα, πεντήρεις δὲ δέκα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ήρης (II),' πρβλ. τριήρης.
Greek Monotonic
τετρήρης: (ενν. ναῦς), ἡ, αυτή που έχει τέσσερις σειρές κουπιά, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
τετρήρης: II ἡ тетрера (судно с четырьмя рядами весел) Arst., Polyb.
с четырьмя рядами весел Polyb.
Middle Liddell
(sc. ναῦσ), a quadrireme, Polyb.