τεκτόναρχος
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ον, of a Muse, chief of the builders of verse, S.Fr. 159.
German (Pape)
[Seite 1083] = ἀρχιτέκτων, Soph. frg. 170, τεκτόναρχος Μοῦσα, bei Poll. 7, 117.
Greek (Liddell-Scott)
τεκτόναρχος: -ον, ἀρχιτέκτων, «ἐπειδὴ δὲ καὶ τοὺς οἰκοδόμους Ὅμηρος τέκτονας καλεῖ, καὶ ἀρχιτέκτων εἴρηται παρὰ Πλάτωνι· βιαία γὰρ ἡ ἐν τῷ Σοφοκλέους Δαιδάλῳ ‘Τεκτόναρχος Μοῦσα’» Πολυδ. Ζ΄, 117 (Σοφ. Ἀποσπ. 170).
Greek Monolingual
-ον, Α
αρχιτέκτων, δημιουργός («τεκτόναρχος Μοῦσα», Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, -ονος + -αρχος].
Russian (Dvoretsky)
τεκτόναρχος: руководящий работами мастеров (Μοῦσα Soph.).