τεκτόναρχος

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκτόναρχος Medium diacritics: τεκτόναρχος Low diacritics: τεκτόναρχος Capitals: ΤΕΚΤΟΝΑΡΧΟΣ
Transliteration A: tektónarchos Transliteration B: tektonarchos Transliteration C: tektonarchos Beta Code: tekto/narxos

English (LSJ)

ον, of a Muse, chief of the builders of verse, S.Fr. 159.

German (Pape)

[Seite 1083] = ἀρχιτέκτων, Soph. frg. 170, τεκτόναρχος Μοῦσα, bei Poll. 7, 117.

Greek (Liddell-Scott)

τεκτόναρχος: -ον, ἀρχιτέκτων, «ἐπειδὴ δὲ καὶ τοὺς οἰκοδόμους Ὅμηρος τέκτονας καλεῖ, καὶ ἀρχιτέκτων εἴρηται παρὰ Πλάτωνι· βιαία γὰρ ἡ ἐν τῷ Σοφοκλέους Δαιδάλῳ ‘Τεκτόναρχος Μοῦσα’» Πολυδ. Ζ΄, 117 (Σοφ. Ἀποσπ. 170).

Greek Monolingual

-ον, Α
αρχιτέκτων, δημιουργόςτεκτόναρχος Μοῦσα», Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, -ονος + -αρχος].

Russian (Dvoretsky)

τεκτόναρχος: руководящий работами мастеров (Μοῦσα Soph.).