τρίβαφος

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίβᾰφος Medium diacritics: τρίβαφος Low diacritics: τρίβαφος Capitals: ΤΡΙΒΑΦΟΣ
Transliteration A: tríbaphos Transliteration B: tribaphos Transliteration C: trivafos Beta Code: tri/bafos

English (LSJ)

ον, thrice-dyed, i. e. of genuine dye, Lyd.Mag.1.7 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1140] dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβᾰφος: -ον, τρὶς βεβαμμένος, δηλ. καλῶς βεβαμμένος, τραβαία δὲ εἴρηται ὡσανεὶ τρίβαφος· ἐκ τριῶν γὰρ ἀποτελεῖται χρωμάτων Ἰω Λυδ. 1. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βαφος (< βαφή), πρβλ. δί-βαφος].