τρυφερόφθαλμος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ον, with weak eyes, Aët.7.108.
Greek (Liddell-Scott)
τρυφερόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τρυφεροὺς ὀφθαλμούς, Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 5, σ. 133.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος].