τρυφερόφθαλμος

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφερόφθαλμος Medium diacritics: τρυφερόφθαλμος Low diacritics: τρυφερόφθαλμος Capitals: ΤΡΥΦΕΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: trypheróphthalmos Transliteration B: trypherophthalmos Transliteration C: tryferofthalmos Beta Code: trufero/fqalmos

English (LSJ)

τρυφερόφθαλμον, with weak eyes, Aët.7.108.

Greek (Liddell-Scott)

τρυφερόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τρυφεροὺς ὀφθαλμούς, Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 5, σ. 133.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλόφθαλμος].